- προπαιδευθῆναι
- προπαιδεύωteach beforehandaor inf passπροπαιδεύωteach beforehandaor inf pass
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προπαιδεία — η, ΝΜΑ, και προπαίδεια, Ν [προπαιδεύω] η προπαρασκευαστική παιδεία, η πνευματική και ηθική συγκρότηση που έχει προηγηθεί (α. «δεν είχε την κατάλληλη προπαιδεία για τέτοιες σπουδές β. «ἦν δ οὗτος τῶν μάλιστα ἐλευθερίων προπαιδείας τε τῆς καθ… … Dictionary of Greek